-
1 междугородный
επ. ο μεταξύ των πόλεων•телефон υπεραστικό τηλέφωνο•
-ая связь σύνδεση μεταξύ των πόλεων.
-
2 автобус
το λεωφορείο- дальнего следования - μακρών διαδρομών, το πούλμαν (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автобус